καλοπληρώνω

καλοπληρώνω
1. μετ. платить хорошо (кому-л.), щедро вознаграждать (кого-л.);
2. αμετ. 1) хорошо платить, щедро расплачиваться; 2) вовремя, аккуратно расплачиваться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καλοπληρώνω" в других словарях:

  • καλοπληρώνω — και καλοπλερώνω 1. πληρώνω καλά, αμείβω επαρκώς 2. εξοφλώ τα χρέη μου στην ορισμένη προθεσμία («δανείσου, καλοπλήρωσε, να σέ ξαναδανείσουν», παροιμ.) …   Dictionary of Greek

  • καλοπληρώνω — καλοπλήρωσα, καλοπληρώθηκα, καλοπληρωμένος, πληρώνω καλά: Η υπηρεσία αυτή καλοπληρώνει τους υπαλλήλους της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδροπληρώνω — πληρώνω αδρά, δίνω άφθονα χρήματα για κάποιον ή κάτι, καλοπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρά + πληρώνω] …   Dictionary of Greek

  • ακαλοπλήρωτος — η, ο [καλοπληρώνω] 1. αυτός που δεν καλοπληρώνεται, δεν αμείβεται ικανοποιητικά 2. (κτήμα ή εμπόρευμα) αυτός για τον οποίο δεν προσφέρεται η τιμή που αξίζει πραγματικά …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»